Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincapsulàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkapsuˈlare] 1 συμπυκνώνω σε περιεκτική μορφή 2 τοποθετώ σε κάψουλα 3 βάζω σε κάψουλα 4 βάζω καπάκι (σε μπουκάλι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |