Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincappottàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkappotˈtare] τυλίγομαι σε κάπα incappottarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inkappotˈtarsi] 1 τυλίγομαι σε κάπα ή πανωφόρι 2 φορώ κάπα ή χοντρό πανωφόρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |