Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incappellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkappelˈlare]

1 αρματώνω (πλοίο)
2 εξαρτίζω

incappellarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkappelˈlarsi]

1 συνερίζομαι
2 θίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incappato incappiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incapestrare (ρ. μτβ.)
incaponimento (ουσ αρσ )
incaponirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incappare (ρ.αμτβ.)
incappato (αρσ. επίθ και ουσ)
incappellare (ρ. μτβ.)
incappellarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappiare (ρ. μτβ.)
incappottare (ρ. μτβ.)
incappottarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciare (ρ. μτβ.)
incappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciato (αρσ. επίθ και ουσ)
incapricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incapsulamento (ουσ αρσ )
incapsulare (ρ. μτβ.)
incarceramento (ουσ αρσ )
incarcerare (ρ. μτβ.)
incarcerazione (θηλ.ουσ)
incardinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---