Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincapacità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkapaʧiˈta] 1 ανικανότητα 2 ακαταλληλότητα 3 ανεπάρκεια 4 αναπηρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |