Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incaparbìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkaparˈbire]

1 πεισματώνω
2 είμαι επίμονος
3 παίρνω σθεναρή στάση

incaparbirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkaparˈbirsi]

1 είμαι επίμονος
2 πεισματώνω
3 παίρνω σθεναρή στάση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incapacità incaparbito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incanutire (ρ.αμτβ.)
incanutire (ρ. μτβ.)
incanutito (επίθ.)
incapace (επίθ.)
incapacità (θηλ.ουσ)
incaparbire (ρ.αμτβ.)
incaparbirsi (ρ.μ. (αντων.))
incaparbito (επίθ.)
incapestrare (ρ. μτβ.)
incaponimento (ουσ αρσ )
incaponirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incappare (ρ.αμτβ.)
incappato (αρσ. επίθ και ουσ)
incappellare (ρ. μτβ.)
incappellarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappiare (ρ. μτβ.)
incappottare (ρ. μτβ.)
incappottarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciare (ρ. μτβ.)
incappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---