Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incanutìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkanuˈtire]

1 γκριζάρω (για μαλλιά)
2 ασπρίζω (για μαλλιά)

incanutìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkanuˈtire]

προκαλώ άσπρισμα των μαλλιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incanutimento incanutito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incantevole (επίθ.)
incanto (ουσ αρσ )
incantucciare (ρ. μτβ.)
incantucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanutimento (ουσ αρσ )
incanutire (ρ.αμτβ.)
incanutire (ρ. μτβ.)
incanutito (επίθ.)
incapace (επίθ.)
incapacità (θηλ.ουσ)
incaparbire (ρ.αμτβ.)
incaparbirsi (ρ.μ. (αντων.))
incaparbito (επίθ.)
incapestrare (ρ. μτβ.)
incaponimento (ουσ αρσ )
incaponirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incappare (ρ.αμτβ.)
incappato (αρσ. επίθ και ουσ)
incappellare (ρ. μτβ.)
incappellarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---