Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incantucciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkantutˈʧare]

βάζω σε γωνία

incantucciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkantutˈʧarsi]

κρύβομαι σε γωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incanto incanutimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incantatore (επίθ.)
incantatrice (θηλ.ουσ)
incantesimo (ουσ αρσ )
incantevole (επίθ.)
incanto (ουσ αρσ )
incantucciare (ρ. μτβ.)
incantucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanutimento (ουσ αρσ )
incanutire (ρ.αμτβ.)
incanutire (ρ. μτβ.)
incanutito (επίθ.)
incapace (επίθ.)
incapacità (θηλ.ουσ)
incaparbire (ρ.αμτβ.)
incaparbirsi (ρ.μ. (αντων.))
incaparbito (επίθ.)
incapestrare (ρ. μτβ.)
incaponimento (ουσ αρσ )
incaponirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incappare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---