Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incalorìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkaloˈrire]

1 ζεσταίνω
2 αφορμίζω
3 θερμαίνω
4 ερεθίζω (για φλεγμονή)
5 καίω

incalorirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkaloˈrirsi]

1 θερμαίνομαι
2 ζεσταίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incalorimento incalzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )
incalorire (ρ. μτβ.)
incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)
incalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
incamerabile (επίθ.)
incameramento (ουσ αρσ )
incamerare (ρ. μτβ.)
incamiciare (ρ. μτβ.)
incamiciatura (θηλ.ουσ)
incamminare (ρ. μτβ.)
incamminarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanaglire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incanalamento (ουσ αρσ )
incanalare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---