Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incallìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkalˈlire]

1 βγάζω κάλους
2 ροζιάζω
3 σκληραίνω
4 αποκτώ κάλους
5 βγάζω ρόζους
6 αποκτώ ρόζους

incallìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkalˈlire]

1 σκληραίνω
2 κάνω κάλους

incallirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkalˈlirsi]

1 ροζιάζω
2 βγάζω ρόζους
3 αποκτώ κάλους
4 αποκτώ ρόζους
5 σκληραίνω
6 βγάζω κάλους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incallimento incallito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incaico (επίθ.)
incalcinare (ρ. μτβ.)
incalcinatura (θηλ.ουσ)
incalcolabile (επίθ.)
incallimento (ουσ αρσ )
incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )
incalorire (ρ. μτβ.)
incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)
incalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incalzarsi (ρ.μ. (αντων.))
incamerabile (επίθ.)
incameramento (ουσ αρσ )
incamerare (ρ. μτβ.)
incamiciare (ρ. μτβ.)
incamiciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---