Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincagliàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkaʎˈʎato] 1 που έχει προσαράξει σε ύφαλο ή στα ρηχά 2 προσαραγμένος 3 που έχει εξοκείλλει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |