Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incagliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkaʎˈʎato]

1 που έχει προσαράξει σε ύφαλο ή στα ρηχά
2 προσαραγμένος
3 που έχει εξοκείλλει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incagliarsi incaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incadaverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incagliamento (ουσ αρσ )
incagliare (ρ.αμτβ.)
incagliare (ρ. μτβ.)
incagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incagliato (επίθ.)
incaglio (ουσ αρσ )
incaico (επίθ.)
incalcinare (ρ. μτβ.)
incalcinatura (θηλ.ουσ)
incalcolabile (επίθ.)
incallimento (ουσ αρσ )
incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )
incalorire (ρ. μτβ.)
incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---