Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈkaʎʎo]

1 σκόπελος
2 εμπόδιο
3 φραγμός
4 πρόσκομμα
5 κάθισμα σε ρηχά νερά
6 προσάραξη
7 κάθισμα σε ύφαλο
8 κώλυμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incagliato incaico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incagliamento (ουσ αρσ )
incagliare (ρ.αμτβ.)
incagliare (ρ. μτβ.)
incagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incagliato (επίθ.)
incaglio (ουσ αρσ )
incaico (επίθ.)
incalcinare (ρ. μτβ.)
incalcinatura (θηλ.ουσ)
incalcolabile (επίθ.)
incallimento (ουσ αρσ )
incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)
incalorimento (ουσ αρσ )
incalorire (ρ. μτβ.)
incalorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incalzante (επίθ.)
incalzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---