Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈkaʎʎo] 1 σκόπελος 2 εμπόδιο 3 φραγμός 4 πρόσκομμα 5 κάθισμα σε ρηχά νερά 6 προσάραξη 7 κάθισμα σε ύφαλο 8 κώλυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |