Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incagliaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkaʎʎaˈmento]

1 κατάπαυση
2 ακινητοποίηση
3 κάθισμα σε ρηχά νερά
4 κάθισμα σε ύφαλο
5 προσάραξη
6 βλάβη λειτουργίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incadaverire incagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inavvicinabile (επίθ.)
inazione (θηλ.ουσ)
inazzurrare (ρ. μτβ.)
inazzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incadaverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incagliamento (ουσ αρσ )
incagliare (ρ.αμτβ.)
incagliare (ρ. μτβ.)
incagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incagliato (επίθ.)
incaglio (ουσ αρσ )
incaico (επίθ.)
incalcinare (ρ. μτβ.)
incalcinatura (θηλ.ουσ)
incalcolabile (επίθ.)
incallimento (ουσ αρσ )
incallire (ρ.αμτβ.)
incallire (ρ. μτβ.)
incallirsi (ρ.μ. (αντων.))
incallito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---