ItalianoGreco


incagliaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkaʎʎaˈmento]

1 κατάπαυση
2 ακινητοποίηση
3 κάθισμα σε ρηχά νερά
4 κάθισμα σε ύφαλο
5 προσάραξη
6 βλάβη λειτουργίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---