Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inavvertitaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inavvertitaˈmente]

1 ασυναίσθητα
2 αθέλητα
3 ανεπιγνώστως
4 ακούσια
5 άθελα
6 ασυνείδητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inavvertenza inavvertito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inauspicato (επίθ.)
inavvedutamente (επίρ.)
inavvedutezza (θηλ.ουσ)
inavveduto (επίθ.)
inavvertenza (θηλ.ουσ)
inavvertitamente (επίρ.)
inavvertito (επίθ.)
inavvicinabile (επίθ.)
inazione (θηλ.ουσ)
inazzurrare (ρ. μτβ.)
inazzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incadaverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incagliamento (ουσ αρσ )
incagliare (ρ.αμτβ.)
incagliare (ρ. μτβ.)
incagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incagliato (επίθ.)
incaglio (ουσ αρσ )
incaico (επίθ.)
incalcinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---