Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inauguratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inawguraˈtore]

εγκαινιάζων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inaugurare inaugurazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inattuale (επίθ.)
inattualità (θηλ.ουσ)
inaudito (επίθ.)
inaugurale (επίθ.)
inaugurare (ρ. μτβ.)
inauguratore (αρσ. επίθ και ουσ)
inaugurazione (θηλ.ουσ)
inauspicato (επίθ.)
inavvedutamente (επίρ.)
inavvedutezza (θηλ.ουσ)
inavveduto (επίθ.)
inavvertenza (θηλ.ουσ)
inavvertitamente (επίρ.)
inavvertito (επίθ.)
inavvicinabile (επίθ.)
inazione (θηλ.ουσ)
inazzurrare (ρ. μτβ.)
inazzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incadaverire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incagliamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---