Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inasprìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inasˈprire]

1 επιδεινώνομαι
2 στενοχωρούμαι
3 κακοφορμίζω (για πληγή)
4 δυσαρεστούμαι
5 οξύνομαι
6 πικραίνομαι
7 δυσφορώ
8 ερεθίζομαι (για πληγή)

inasprìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inasˈprire]

1 επιδεινώνω
2 εξοργίζω

inasprirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inasˈprirsi]

1 κακοφορμίζω (για πληγή)
2 ερεθίζομαι (για πληγή)
3 οξύνομαι
4 πικραίνομαι
5 δυσφορώ
6 στενοχωρούμαι
7 δυσαρεστούμαι
8 επιδεινώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inasprimento inasprito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inascoltato (επίθ.)
inasinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inasinirsi (ρ.μ. (αντων.))
inaspettato (επίθ.)
inasprimento (ουσ αρσ )
inasprire (ρ.αμτβ.)
inasprire (ρ. μτβ.)
inasprirsi (ρ.μ. (αντων.))
inasprito (επίθ.)
inastare (ρ. μτβ.)
inattaccabile (επίθ.)
inattaccabilità (θηλ.ουσ)
inattendibile (επίθ.)
inattendibilità (θηλ.ουσ)
inattento (επίθ.)
inattenzione (θηλ.ουσ)
inatteso (επίθ.)
inattinico (επίθ.)
inattitudine (θηλ.ουσ)
inattivare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---