Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inascoltàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inaskolˈtato]

1 μη εισακουόμενος
2 απαρατήρητος
3 αγνοηθείς
4 που δεν μπορεί να ακουστεί
5 ανήκουστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inarticolato inasinire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inarmonico (επίθ.)
inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)
inarticolato (αρσ. επίθ και ουσ)
inascoltato (επίθ.)
inasinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inasinirsi (ρ.μ. (αντων.))
inaspettato (επίθ.)
inasprimento (ουσ αρσ )
inasprire (ρ.αμτβ.)
inasprire (ρ. μτβ.)
inasprirsi (ρ.μ. (αντων.))
inasprito (επίθ.)
inastare (ρ. μτβ.)
inattaccabile (επίθ.)
inattaccabilità (θηλ.ουσ)
inattendibile (επίθ.)
inattendibilità (θηλ.ουσ)
inattento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---