inarrivàbile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inarriˈvabile]
1 ασύγκριτος
2 ανεπίτευκτος
3 απαράβλητος
4 πρωτάκουστος
5 άνευ προηγουμένου
6 απραγματοποίητος
7 δύσβατος
8 απαράμιλλος
9 απαρομοίαστος
10 ασυναγώνιστος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inarriˈvabile]
1 ασύγκριτος
2 ανεπίτευκτος
3 απαράβλητος
4 πρωτάκουστος
5 άνευ προηγουμένου
6 απραγματοποίητος
7 δύσβατος
8 απαράμιλλος
9 απαρομοίαστος
10 ασυναγώνιστος
permalink
inarrivabile (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android