Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inasinìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inasiˈnire]

1 κουτιαίνω
2 κλουβιάζω
3 ξεκουτιαίνω
4 ξεμωραίνομαι
5 κουρκουτιάζω
6 αποβλακώνομαι

inasinirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inasiˈnirsi]

1 ξεκουτιαίνω
2 κουτιαίνω
3 ξεμωραίνομαι
4 κουρκουτιάζω
5 αποβλακώνομαι
6 κλουβιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inascoltato inaspettato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)
inarticolato (αρσ. επίθ και ουσ)
inascoltato (επίθ.)
inasinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inasinirsi (ρ.μ. (αντων.))
inaspettato (επίθ.)
inasprimento (ουσ αρσ )
inasprire (ρ.αμτβ.)
inasprire (ρ. μτβ.)
inasprirsi (ρ.μ. (αντων.))
inasprito (επίθ.)
inastare (ρ. μτβ.)
inattaccabile (επίθ.)
inattaccabilità (θηλ.ουσ)
inattendibile (επίθ.)
inattendibilità (θηλ.ουσ)
inattento (επίθ.)
inattenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---