Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinaridiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inaridiˈmento] 1 μάραμα 2 μαρασμός 3 ξήρανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |