Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inargentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inarʤenˈtato]

1 αργυροποίκιλτος
2 επαργυρωμένος
3 αργυροστόλιστος
4 ασημωμένος
5 αργυροΰφαντος
6 αργυροκαπνισμένος
7 επάργυρος
8 αρζαντέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inargentarsi inargentatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inarcamento (ουσ αρσ )
inarcare (ρ. μτβ.)
inarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inargentare (ρ. μτβ.)
inargentarsi (ρ.μ. (αντων.))
inargentato (επίθ.)
inargentatura (θηλ.ουσ)
inaridimento (ουσ αρσ )
inaridire (ρ.αμτβ.)
inaridire (ρ. μτβ.)
inaridirsi (ρ.μ. (αντων.))
inarmonico (επίθ.)
inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)
inarticolato (αρσ. επίθ και ουσ)
inascoltato (επίθ.)
inasinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inasinirsi (ρ.μ. (αντων.))
inaspettato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---