ItalianoGreco


inarcaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inarkaˈmento]

1 ελαφρά τοξοειδής καμπύλη
2 κύρτωση ελαφριά
3 λύγισμα
4 κύρτωση πτερυγίου αεροσκάφους
5 καμπούριασμα
6 κλίση τροχών αυτοκινήτου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---