Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inarcaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inarkaˈmento]

1 ελαφρά τοξοειδής καμπύλη
2 κύρτωση ελαφριά
3 λύγισμα
4 κύρτωση πτερυγίου αεροσκάφους
5 καμπούριασμα
6 κλίση τροχών αυτοκινήτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inarato inarcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inapprezzabile (επίθ.)
inapprodabile (επίθ.)
inappuntabile (επίθ.)
inappurabile (επίθ.)
inarato (επίθ.)
inarcamento (ουσ αρσ )
inarcare (ρ. μτβ.)
inarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inargentare (ρ. μτβ.)
inargentarsi (ρ.μ. (αντων.))
inargentato (επίθ.)
inargentatura (θηλ.ουσ)
inaridimento (ουσ αρσ )
inaridire (ρ.αμτβ.)
inaridire (ρ. μτβ.)
inaridirsi (ρ.μ. (αντων.))
inarmonico (επίθ.)
inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---