Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inapprezzàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inappretˈtsabile]

1 αξετίμητος
2 ανεκτίμητος
3 αμελητέος
4 πολύτιμος
5 ανυπολόγιστος
6 ευκαταφρόνητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inapprensibile inapprodabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inappetenza (θηλ.ουσ)
inapplicabile (επίθ.)
inapplicabilità (θηλ.ουσ)
inapprendibile (επίθ.)
inapprensibile (επίθ.)
inapprezzabile (επίθ.)
inapprodabile (επίθ.)
inappuntabile (επίθ.)
inappurabile (επίθ.)
inarato (επίθ.)
inarcamento (ουσ αρσ )
inarcare (ρ. μτβ.)
inarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inargentare (ρ. μτβ.)
inargentarsi (ρ.μ. (αντων.))
inargentato (επίθ.)
inargentatura (θηλ.ουσ)
inaridimento (ουσ αρσ )
inaridire (ρ.αμτβ.)
inaridire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---