Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inargentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inarʤenˈtare]

1 ασημώνω
2 επαργυρώνω

inargentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inarʤenˈtarsi]

αποκτώ ασημένια λάμψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inarcarsi inargentato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inappurabile (επίθ.)
inarato (επίθ.)
inarcamento (ουσ αρσ )
inarcare (ρ. μτβ.)
inarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inargentare (ρ. μτβ.)
inargentarsi (ρ.μ. (αντων.))
inargentato (επίθ.)
inargentatura (θηλ.ουσ)
inaridimento (ουσ αρσ )
inaridire (ρ.αμτβ.)
inaridire (ρ. μτβ.)
inaridirsi (ρ.μ. (αντων.))
inarmonico (επίθ.)
inarrendevole (επίθ.)
inarrestabile (επίθ.)
inarrivabile (επίθ.)
inarticolato (αρσ. επίθ και ουσ)
inascoltato (επίθ.)
inasinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---