Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inanònimo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inaˈnɔnimo]

1 επώνυμος
2 μη ανώνυμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inanizione inappagabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inanellare (ρ. μτβ.)
inanellato (επίθ.)
inanimato (επίθ.)
inanità (θηλ.ουσ)
inanizione (θηλ.ουσ)
inanonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
inappagabile (επίθ.)
inappagamento (ουσ αρσ )
inappagato (επίθ.)
inappellabile (επίθ.)
inappellabilità (θηλ.ουσ)
inappellabilmente (επίρ.)
inappetente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inappetenza (θηλ.ουσ)
inapplicabile (επίθ.)
inapplicabilità (θηλ.ουσ)
inapprendibile (επίθ.)
inapprensibile (επίθ.)
inapprezzabile (επίθ.)
inapprodabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---