Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inappagàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inappaˈgabile]

1 ακόρεστος
2 αχόρταγος
3 ανικανοποίητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inanonimo inappagamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inanellato (επίθ.)
inanimato (επίθ.)
inanità (θηλ.ουσ)
inanizione (θηλ.ουσ)
inanonimo (αρσ. επίθ και ουσ)
inappagabile (επίθ.)
inappagamento (ουσ αρσ )
inappagato (επίθ.)
inappellabile (επίθ.)
inappellabilità (θηλ.ουσ)
inappellabilmente (επίρ.)
inappetente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inappetenza (θηλ.ουσ)
inapplicabile (επίθ.)
inapplicabilità (θηλ.ουσ)
inapprendibile (επίθ.)
inapprensibile (επίθ.)
inapprezzabile (επίθ.)
inapprodabile (επίθ.)
inappuntabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---