Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinappagaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inappagaˈmento] 1 αηδία 2 δυσαρέστηση 3 δυσφορία 4 απαρέσκεια 5 δυσαρέσκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |