Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inalienabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inaljenabiliˈta]

1 αδυναμία μεταβίβασης
2 ιδιότητα του αναπαλλοτρίωτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inalienabile inalterabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inalazione (θηλ.ουσ)
inalberamento (ουσ αρσ )
inalberare (ρ. μτβ.)
inalberarsi (ρ.μ. (αντων.))
inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)
inamidare (ρ. μτβ.)
inamidato (επίθ.)
inamidatura (θηλ.ουσ)
inammissibile (επίθ.)
inammissibilità (θηλ.ουσ)
inamovibile (επίθ.)
inamovibilità (θηλ.ουσ)
inane (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---