Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inamidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inamiˈdare]

1 κολλαρίζω
2 κολλάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inameno inamidato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)
inamidare (ρ. μτβ.)
inamidato (επίθ.)
inamidatura (θηλ.ουσ)
inammissibile (επίθ.)
inammissibilità (θηλ.ουσ)
inamovibile (επίθ.)
inamovibilità (θηλ.ουσ)
inane (επίθ.)
inanellamento (ουσ αρσ )
inanellare (ρ. μτβ.)
inanellato (επίθ.)
inanimato (επίθ.)
inanità (θηλ.ουσ)
inanizione (θηλ.ουσ)
inanonimo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---