Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inalatòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inalaˈtɔrjo]

1 εισπνεόμενος
2 ο δια της εισπνοής λαμβανόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inalatore inalazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inagibilità (θηλ.ουσ)
inagrestire (ρ.αμτβ.)
inagrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inalare (ρ. μτβ.)
inalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
inalatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
inalazione (θηλ.ουσ)
inalberamento (ουσ αρσ )
inalberare (ρ. μτβ.)
inalberarsi (ρ.μ. (αντων.))
inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)
inamidare (ρ. μτβ.)
inamidato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---