Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinalatòrio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [inalaˈtɔrjo] 1 εισπνεόμενος 2 ο δια της εισπνοής λαμβανόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |