Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inalàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inaˈlare]

εισπνέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inagrire inalatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inaffondabile (επίθ.)
inagibile (επίθ.)
inagibilità (θηλ.ουσ)
inagrestire (ρ.αμτβ.)
inagrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inalare (ρ. μτβ.)
inalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
inalatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
inalazione (θηλ.ουσ)
inalberamento (ουσ αρσ )
inalberare (ρ. μτβ.)
inalberarsi (ρ.μ. (αντων.))
inalienabile (επίθ.)
inalienabilità (θηλ.ουσ)
inalterabile (επίθ.)
inalterabilità (θηλ.ουσ)
inalterato (επίθ.)
inalveare (ρ. μτβ.)
inalveazione (θηλ.ουσ)
inameno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---