Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinadempiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inadempiˈmento] 1 μη εκπλήρωση 2 ερημοδικία 3 αθέτηση (υποχρέωσης) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |