Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inadeguatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inadegwaˈtettsa]

1 ανεπάρκεια
2 σπανιότητα
3 αδυναμία
4 καρμιριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inadatto inadeguato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inacutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)
inadempibile (επίθ.)
inadempiente (ουσ αρσ και θηλ.)
inadempiente (επίθ.)
inadempienza (θηλ.ουσ)
inadempimento (ουσ αρσ )
inadempito (επίθ.)
inadempiuto (επίθ.)
inadoprabile (επίθ.)
inafferrabile (επίθ.)
inafferrabilità (θηλ.ουσ)
inaffidabile (επίθ.)
inaffondabile (επίθ.)
inagibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---