Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinadeguatézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inadegwaˈtettsa] 1 ανεπάρκεια 2 σπανιότητα 3 αδυναμία 4 καρμιριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |