Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inadàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inaˈdatto]

1 απρόσφορος
2 αταίριαστος
3 ακατάλληλος
4 ανίκανος
5 ανάρμοστος
6 ανεπαρκής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inadattabilità inadeguatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inacidito (επίθ.)
inacutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)
inadempibile (επίθ.)
inadempiente (ουσ αρσ και θηλ.)
inadempiente (επίθ.)
inadempienza (θηλ.ουσ)
inadempimento (ουσ αρσ )
inadempito (επίθ.)
inadempiuto (επίθ.)
inadoprabile (επίθ.)
inafferrabile (επίθ.)
inafferrabilità (θηλ.ουσ)
inaffidabile (επίθ.)
inaffondabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---