Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inacutìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inakuˈtire]

1 οξύνω
2 ακονίζω

inacutirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inakuˈtirsi]

1 οξύνομαι
2 γίνομαι πιο οξύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inacidito inadattabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inacidimento (ουσ αρσ )
inacidire (ρ.αμτβ.)
inacidire (ρ. μτβ.)
inacidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacidito (επίθ.)
inacutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)
inadempibile (επίθ.)
inadempiente (ουσ αρσ και θηλ.)
inadempiente (επίθ.)
inadempienza (θηλ.ουσ)
inadempimento (ουσ αρσ )
inadempito (επίθ.)
inadempiuto (επίθ.)
inadoprabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---