Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinacutìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inakuˈtire] 1 οξύνω 2 ακονίζω inacutirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inakuˈtirsi] 1 οξύνομαι 2 γίνομαι πιο οξύς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |