Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inacidìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inaʧiˈdire]

1 ξινίζω
2 στενοχωρούμαι
3 χολιάζω
4 πικραίνομαι

inacidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inaʧiˈdire]

1 πικραίνω
2 ξινίζω
3 στενοχωρώ

inacidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inaʧiˈdirsi]

ξυνίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inacidimento inacidito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inaccostabile (επίθ.)
inacerbire (ρ. μτβ.)
inacerbirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacidimento (ουσ αρσ )
inacidire (ρ.αμτβ.)
inacidire (ρ. μτβ.)
inacidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacidito (επίθ.)
inacutire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacutirsi (ρ.μ. (αντων.))
inadattabile (επίθ.)
inadattabilità (θηλ.ουσ)
inadatto (επίθ.)
inadeguatezza (θηλ.ουσ)
inadeguato (επίθ.)
inadempibile (επίθ.)
inadempiente (ουσ αρσ και θηλ.)
inadempiente (επίθ.)
inadempienza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---