Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inabissato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inabisˈsato]

1 βυθισμένος
2 βουλιαγμένος
3 καταποντισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inabissarsi inabitabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inabilitare (ρ. μτβ.)
inabilitazione (θηλ.ουσ)
inabissamento (ουσ αρσ )
inabissare (ρ. μτβ.)
inabissarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inabissato (επίθ.)
inabitabilità (θηλ.ουσ)
inabitato (επίθ.)
inabrogabile (επίθ.)
inaccessibile (επίθ.)
inaccessibilità (θηλ.ουσ)
inaccettabile (επίθ.)
inaccettabilità (θηλ.ουσ)
inaccordabile (επίθ.)
inaccostabile (επίθ.)
inacerbire (ρ. μτβ.)
inacerbirsi (ρ.μ. (αντων.))
inacetire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inacidimento (ουσ αρσ )
inacidire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---