Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inabilitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inabilitatˈtsjone]

1 κρίση ακαταλληλότητας ή ανικανότητας
2 ανικανότητα
3 ακαταλληλότητα
4 αναπηρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inabilitare inabissamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inabbordabile (επίθ.)
inabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inabilità (θηλ.ουσ)
inabilitante (επίθ.)
inabilitare (ρ. μτβ.)
inabilitazione (θηλ.ουσ)
inabissamento (ουσ αρσ )
inabissare (ρ. μτβ.)
inabissarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inabissato (επίθ.)
inabitabilità (θηλ.ουσ)
inabitato (επίθ.)
inabrogabile (επίθ.)
inaccessibile (επίθ.)
inaccessibilità (θηλ.ουσ)
inaccettabile (επίθ.)
inaccettabilità (θηλ.ουσ)
inaccordabile (επίθ.)
inaccostabile (επίθ.)
inacerbire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---