Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinabissaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inabissaˈmento] 1 καταβαράθρωση 2 καταβύθιση 3 φουντάρισμα 4 καταποντισμός 5 καταπόντιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |