Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inabiliˈta] 1 αναξιοσύνη 2 αδυναμία 3 ανεπάρκεια 4 ανικανότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |