Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imputàbile  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [impuˈtabile]

1 οφειλόμενος
2 υποκείμενος σε κατηγορία
3 απαιτητός
4 καταλογιστέος
5 αποδόσιμος
6 που πρέπει να αποδοθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impuro imputabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impuntitura (θηλ.ουσ)
impuntura (θηλ.ουσ)
impunturare (ρ. μτβ.)
impurità (θηλ.ουσ)
impuro (επίθ.)
imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)
imputrescibile (επίθ.)
imputridimento (ουσ αρσ )
imputridire (ρ.αμτβ.)
imputridire (ρ. μτβ.)
imputridito (επίθ.)
impuzzolentire (ρ. μτβ.)
in (πρόθ.)
in– (πρθμ.)
inabbordabile (επίθ.)
inabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---