Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imputazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imputatˈtsjone]

1 απόδοση (κατηγορίας)
2 επίρριψη ευθύνης
3 καταλογισμός
4 κατηγορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imputato imputrescibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impuro (επίθ.)
imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)
imputrescibile (επίθ.)
imputridimento (ουσ αρσ )
imputridire (ρ.αμτβ.)
imputridire (ρ. μτβ.)
imputridito (επίθ.)
impuzzolentire (ρ. μτβ.)
in (πρόθ.)
in– (πρθμ.)
inabbordabile (επίθ.)
inabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inabilità (θηλ.ουσ)
inabilitante (επίθ.)
inabilitare (ρ. μτβ.)
inabilitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---