Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imputrescìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imputreʃˈʃibile]

1 μη υποκείμενος σε σήψη
2 άσηπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imputazione imputridimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)
imputrescibile (επίθ.)
imputridimento (ουσ αρσ )
imputridire (ρ.αμτβ.)
imputridire (ρ. μτβ.)
imputridito (επίθ.)
impuzzolentire (ρ. μτβ.)
in (πρόθ.)
in– (πρθμ.)
inabbordabile (επίθ.)
inabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inabilità (θηλ.ουσ)
inabilitante (επίθ.)
inabilitare (ρ. μτβ.)
inabilitazione (θηλ.ουσ)
inabissamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---