Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impuntùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impunˈtura]

πίσω βελονιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impuntitura impunturare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntatura (θηλ.ουσ)
impuntigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntire (ρ. μτβ.)
impuntitura (θηλ.ουσ)
impuntura (θηλ.ουσ)
impunturare (ρ. μτβ.)
impurità (θηλ.ουσ)
impuro (επίθ.)
imputabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imputabilità (θηλ.ουσ)
imputare (ρ. μτβ.)
imputato (ουσ αρσ )
imputazione (θηλ.ουσ)
imputrescibile (επίθ.)
imputridimento (ουσ αρσ )
imputridire (ρ.αμτβ.)
imputridire (ρ. μτβ.)
imputridito (επίθ.)
impuzzolentire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---