Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpuntigliàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impuntiʎˈʎarsi] 1 πεισμώνω 2 πεισματώνω 3 γινατεύω 4 μουλαρώνω 5 κυριεύομαι από πείσμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |