Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpuneménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [impuneˈmente] 1 ασύδοτα 2 ατιμωρητί 3 χωρίς τιμωρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |