Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impuneménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [impuneˈmente]

1 ασύδοτα
2 ατιμωρητί
3 χωρίς τιμωρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impune impunibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impugnazione (θηλ.ουσ)
impulsività (θηλ.ουσ)
impulsivo (αρσ. επίθ και ουσ)
impulso (ουσ αρσ )
impune (επίθ.)
impunemente (επίρ.)
impunibile (επίθ.)
impunibilità (θηλ.ουσ)
impunità (θηλ.ουσ)
impunito (αρσ. επίθ και ουσ)
impuntare (ρ.αμτβ.)
impuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntatura (θηλ.ουσ)
impuntigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntire (ρ. μτβ.)
impuntitura (θηλ.ουσ)
impuntura (θηλ.ουσ)
impunturare (ρ. μτβ.)
impurità (θηλ.ουσ)
impuro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---