Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impugnatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impuɲɲaˈtura]

1 σφίξιμο
2 πιάσιμο
3 πρόσφυση
4 συσκευή πιασίματος
5 χερούλι
6 λαβή ξίφους
7 λαβή όπλου ή εργαλείου
8 πόμολο
9 χειρολαβή
10 λαβή
11 δύναμη σε λαβή
12 κοντάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impugnatore impugnazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impugnabile (επίθ.)
impugnabilità (θηλ.ουσ)
impugnare (ρ.αμτβ.)
impugnare (ρ. μτβ.)
impugnatore (ουσ αρσ )
impugnatura (θηλ.ουσ)
impugnazione (θηλ.ουσ)
impulsività (θηλ.ουσ)
impulsivo (αρσ. επίθ και ουσ)
impulso (ουσ αρσ )
impune (επίθ.)
impunemente (επίρ.)
impunibile (επίθ.)
impunibilità (θηλ.ουσ)
impunità (θηλ.ουσ)
impunito (αρσ. επίθ και ουσ)
impuntare (ρ.αμτβ.)
impuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impuntatura (θηλ.ουσ)
impuntigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---