impugnatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [impuɲɲaˈtura]
1 σφίξιμο
2 πιάσιμο
3 πρόσφυση
4 συσκευή πιασίματος
5 χερούλι
6 λαβή ξίφους
7 λαβή όπλου ή εργαλείου
8 πόμολο
9 χειρολαβή
10 λαβή
11 δύναμη σε λαβή
12 κοντάκι
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [impuɲɲaˈtura]
1 σφίξιμο
2 πιάσιμο
3 πρόσφυση
4 συσκευή πιασίματος
5 χερούλι
6 λαβή ξίφους
7 λαβή όπλου ή εργαλείου
8 πόμολο
9 χειρολαβή
10 λαβή
11 δύναμη σε λαβή
12 κοντάκι
permalink
impugnatura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android