Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpugnatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impuɲɲaˈtore] 1 αυτός που αντικρούει 2 αυτός που προσβάλλει (δικαστική απόφαση κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |