Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impugnabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impuɲɲabiliˈta]

δυνατότητα προσβολής δικαστικής απόφασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impugnabile impugnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impudente (επίθ.)
impudenza (θηλ.ουσ)
impudicizia (θηλ.ουσ)
impudico (επίθ.)
impugnabile (επίθ.)
impugnabilità (θηλ.ουσ)
impugnare (ρ.αμτβ.)
impugnare (ρ. μτβ.)
impugnatore (ουσ αρσ )
impugnatura (θηλ.ουσ)
impugnazione (θηλ.ουσ)
impulsività (θηλ.ουσ)
impulsivo (αρσ. επίθ και ουσ)
impulso (ουσ αρσ )
impune (επίθ.)
impunemente (επίρ.)
impunibile (επίθ.)
impunibilità (θηλ.ουσ)
impunità (θηλ.ουσ)
impunito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---