Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


improprietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [improprjeˈta]

1 ατόπημα
2 γαὶδουριά
3 απρέπεια
4 ακαταλληλότητα
5 ανακρίβεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impropriamente improprio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impronto (ουσ αρσ )
impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)
improprietà (θηλ.ουσ)
improprio (επίθ.)
improrogabile (επίθ.)
improvvidenza (θηλ.ουσ)
improvvido (επίθ.)
improvvisamente (επίρ.)
improvvisare (ρ. μτβ.)
improvvisarsi (ρ.μ. (αντων.))
improvvisata (θηλ.ουσ)
improvvisatore (αρσ. επίθ και ουσ)
improvvisazione (θηλ.ουσ)
improvviso (ουσ αρσ )
improvviso (επίθ.)
imprudente (ουσ αρσ και θηλ.)
imprudente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---