Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impròprio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈprɔprjo]

1 σόλοικος
2 άτοπος
3 αήθης
4 εσφαλμένος
5 αισχρός
6 ακατάλληλος
7 ανάρμοστος
8 απρεπής
9 αταίριαστος
10 άπρεπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  improprietà improrogabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impronunciabile (επίθ.)
improperio (ουσ αρσ )
improponibile (επίθ.)
impropriamente (επίρ.)
improprietà (θηλ.ουσ)
improprio (επίθ.)
improrogabile (επίθ.)
improvvidenza (θηλ.ουσ)
improvvido (επίθ.)
improvvisamente (επίρ.)
improvvisare (ρ. μτβ.)
improvvisarsi (ρ.μ. (αντων.))
improvvisata (θηλ.ουσ)
improvvisatore (αρσ. επίθ και ουσ)
improvvisazione (θηλ.ουσ)
improvviso (ουσ αρσ )
improvviso (επίθ.)
imprudente (ουσ αρσ και θηλ.)
imprudente (επίθ.)
imprudentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---